Βιολογικά : Αξίζει η Επιλογή τους ?

 

Η μεγάλη και απολύτως δικαιολογημένη έκταση που πήρε πριν από χρόνια η δημοσιοποίηση διατροφικών σκανδάλων τα οποία αφορούσαν τις διοξίνες και το χοιρινό κρέας, αλλά και την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (νόσος «τρελών αγελάδων»), ώθησε μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών στην ανεύρεση τροφών που δεν θα έθεταν σε ρίσκο την υγεία τους. Σημαντικό μέρος λοιπόν αυτής της τάσης ήρθαν να καλύψουν τα βιολογικά τρόφιμα, τα οποία προκύπτουν από βιολογική γεωργία και βιολογική κτηνοτροφία.

Η θεωρία λέει πως στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, οι παραγωγοί επιμένουν στο φυσικό τρόπο καλλιέργειας και εκτροφής, χρησιμοποιώντας μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον, χωρίς την χρήση χημικών λιπασμάτων, εντομοκτόνων παρασιτοκτόνων και ορμονών. Το αποτέλεσμα αυτών των μεθόδων είναι η τελική παραγωγή υγιεινών προϊόντων διατροφής με φυσική γεύση, αλλά και κάτι που δυστυχώς ελάχιστα ενδιαφέρει τους καταναλωτές και είναι η προστασία του
περιβάλλοντος.
Είναι όμως τα πράγματα απολύτως έτσι?
Στοιχεία από αναλύσεις δείχνουν πως ακόμα και ένα τρόφιμο το οποίο παράγεται σύμφωνα με τα βιολογικά πρότυπα, δεν είναι πάντα απολύτως ελεύθερο από κατάλοιπα μικροβιοκτόνων, εντομοκτόνα και λιπάσματα της μη βιολογικής γεωργίας. Για παράδειγμα σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στην JournalofFoodScience(Vol 71 – Nr.9, 2006) και σύμφωνα πάντα με το Τμήμα Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA),αναφέρθηκε πως το 23% των βιολογικών τροφίμων που ελέγχθηκαν, είχαν κατάλοιπα χημικών παρασιτοκτόνων.
Αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνει επειδή ο παραγωγός δεν σέβεται τους κανόνες και χρησιμοποιεί χημικές ουσίες. Ποιος όμως μπορεί να αποτρέψει την επιμόλυνση λόγω ρευμάτων αέρα και ψεκασμών από γειτονικές μη βιολογικές καλλιέργειες ? Ποιος μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για τη σύσταση του εδάφους των καλλιεργειών του και τα υπόγεια νερά? Ποιος μπορεί να εξασφαλίσει ιδανικές συνθήκες μεταφοράς, επεξεργασίας και αποθήκευσης των προϊόντων
του?
Ποιος μπορεί να τα «βάλει» με ιδιαίτερα επίμονους ρυπαντές του εδάφους όπως το κάδμιο ή τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs)?
Παρόλο λοιπόν που προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με το πόσο «φυσικά» και απαλλαγμένα από επιβαρυντικές ουσίες μπορεί να είναι τα βιολογικά τρόφιμα, τις περισσότερες φορές και όταν αυτά συνοδεύονται από τα απαραίτητα πιστοποιητικά των αρμόδιων φορέων, εμπεριέχουν σαφέστατα αν όχι μηδενική, σίγουρα μικρότερη ποσότητα χημικών ουσιών που επεμβαίνουν αρνητικά στην υγεία του ανθρώπινου οργανισμού.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως σε πρόσφατη μελέτη (Pussemier and others 2006) φάνηκε πως τα νιτρικά άλατα (τα οποία προκύπτουν κυρίως από αζωτούχα λιπάσματα και μπορεί σε μεγάλα ποσά να οδηγήσουν στην παραγωγή από τον οργανισμό μας των καρκινογόνων νιτροζαμινών) που υπήρχαν σε βιολογικά τρόφιμα που εξετάσθηκαν, ήταν κατά μέσο όρο 1703 mg/ Kgrτροφής, ενώ στα συμβατικά ήταν 2637 mg/Kgr τροφής .
Η βιολογική κτηνοτροφία αποτελεί σύστημα που στηρίζεται στη φυσική διαβίωση των ζώων, χρησιμοποιεί κατά βάση ζωοτροφές που έχουν παραχθεί με βιολογικό τρόπο, περιορίζει στο ελάχιστο δυνατό τη χρήση συνθετικών φαρμάκων, είναι αντίθετη προς τη γενετική τροποποίηση, προστατεύει το περιβάλλον και διακρίνεται για την υγιεινή των προϊόντων που παράγει.
Να τονισθεί πως η βιολογική κτηνοτροφία σχετίζεται άμεσα με το έδαφος, κάτι που σημαίνει ότι απαγορεύονται βιομηχανοποιημένες εκτροφές ή μονάδες που δεν έχουν εκτάσεις για να εκμεταλλεύονται τις απεκκρίσεις των ζώων ως φυσικά λιπάσματα ή τα ζώα να μην έχουν τακτική πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους βοσκής.
Η μαζική χρήση αυξητικών ορμονών και αντιβιοτικών στη συμβατική κτηνοτροφία, αποτελεί ένα ισχυρό όπλο για τους «βιοκτηνοτρόφους» που έχουν κάθε δίκιο να μέμφονται τέτοιου είδους πρακτικές…
Γυρνώντας και πάλι στη γεωργία, πρέπει να τονίσουμε ότι τα συμβατικής καλλιέργειας προϊόντα, εξαιτίας του τρόπου παραγωγής και επεξεργασίας των, έχουν μεγαλύτερο χρόνο συντήρησης συγκριτικά με αυτά της βιολογικής καλλιέργειας. Για αυτό τον λόγο τα βιολογικά προϊόντα είναι σαφέστατα πιο ευπαθή, καθώς καλλιεργούνται και αναπτύσσονται πάντα στην εποχή τους και η διαδικασία ωρίμανσής τους γίνεται στους σωστούς χρόνους.
Παράλληλα οι βιολογικές τροφές είναι πιο επιδεκτικές στη μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς. Έτσι αν επιβάλλεται η επιμέλεια στο πλύσιμο του «συμβατικού» λάχανου με καθαρό νερό, ώστε να μειώσουμε ουσίες που προκύπτουν από φυτοφάρμακα και χημικά λιπάσματα, την ίδια ακριβώς επιμέλεια πρέπει να δείξουμε και στο βιολογικό λάχανο, προκειμένου να αποφθεχθεί η πιθανότητα κατανάλωσης παθογόνων μικροοργανισμών, που είναι φυσικό να υπάρχουν σε βιολογικές καλλιέργειες.
Επίσης είναι σημαντικό στη βιολογική γεωργία να χρησιμοποιείται βιολογικά παραγόμενος σπόρος ή τουλάχιστον σπόρος που θα πληρεί κάποιες προϋποθέσεις (π.χ. μη γενετικά τροποποιημένος), ώστε να μην χαθεί η πραγματική έννοια της βιολογικής καλλιέργειας…
Κατά πόσο τα βιολογικά τρόφιμα (κυρίως προϊόντα γεωργίας) έχουν υψηλότερη διατροφική αξία από ότι τα συμβατικά, έχει αποτελέσει θέμα έντονων αντιπαραθέσεων στην επιστημονική κοινότητα. Πάντως στοιχεία πολλών ερευνητών που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια (Carbonaro and Mattera -2001, Carbonaro and others – 2002, Asami and others -2003, Caris-Veyrat and others -2004) δείχνουν πως πολύ συχνά οι βιολογικές τροφές έχουν μεγαλύτερη συγκέντρωση αντιοξειδωτικών πολυφαινολών και οργανικών οξέων, πολύτιμων για την υγεία του ανθρώπου. Αυτό εξηγείται εν μέρει λόγω του πιο «στρεσογόνου» περιβάλλοντος που ζουν τα φυτά στις βιολογικές καλλιέργειες, αφού καλούνται χωρίς την βοήθεια χημικών φαρμάκων να αμυνθούν έναντι διαφόρων παθογόνων μικροοργανισμών, γεγονός που συμβάλλει στη παραγωγή μεγάλων ποσών φυσικών ουσιών άμυνας, όπως τα αντιοξειδωτικά.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την προτίμηση των βιολογικών προϊόντων στη σύγχρονη διατροφή, αρκεί να υπάρχει σωστή και ανιδιοτελής πιστοποίηση και έλεγχος των προϊόντων από έγκριτους αρμόδιους φορείς, καθώς και συνεχής υποστήριξη και ενίσχυση του κράτους προς τις μικρές ή μεγαλύτερες φάρμες που επιμένουν «βιολογικά».
ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΣ ΤΟΥ ΕΙΔ