Μία ομαλή περίοδος κύησης συνοδεύεται από φυσιολογικές ανατομικές και λειτουργικές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν το σύνολο σχεδόν των μηχανισμών του οργανισμού της εγκύου. Τέτοιες αλλαγές παρατηρούνται στον όγκο και τη σύσταση του αίματος της εγκύου, στο καρδιαγγειακό και το αναπνευστικό της σύστημα, στη λειτουργία των νεφρών, του γαστρεντερικού, στην ευρύτερη ορμονική λειτουργία, στο μεταβολισμό κ.α.. Πολλές από τις αλλαγές αυτές είναι εμφανείς από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της κύησης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι δεν αποτελούν μόνο μια προσαρμογή του οργανισμού της μητέρας στο φυσιολογικό στρες που δημιουργείται από την ανάπτυξη του εμβρύου, αλλά ένα αναπόσπαστο κομμάτι του συστήματος εμβρύου – μητέρας, μέσω του οποίου δημιουργείται ένα ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη του παιδιού.
- Οι αλλαγές που αναφέρθηκαν απαιτούν μια ιδιαίτερη διατροφική φροντίδα για την έγκυο οι οποίες έχουν ως βασικούς στόχους:
- Την επαρκή παροχή όλων των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών από τη μητέρα προς το βρέφος μέσω του πλακούντα, για την ομαλή και βέλτιστη ανάπτυξη του εμβρύου.
- Την ικανοποιητική πρόσληψη θρεπτικών συστατικών από τη μητέρα, για την κάλυψη των αυξημένων ενεργειακών και θρεπτικών αναγκών της ιδίας.
- Τον έλεγχο του σωματικού της βάρους.
Αύξηση σωματικού βάρους κατά την εγκυμοσύνη
Η αύξηση του σωματικού βάρους της εγκύου αποτελεί συνέπεια φυσιολογικών διαδικασιών, οι οποίες είναι απαραίτητες για να υποστηρίξουν την ομαλή μητρική και εμβρυϊκή ανάπτυξη κατά την περίοδο της κύησης. Κατά μέσο όρο μια φυσιολογική αύξηση του βάρους κυμαίνεται στα 11 – 16 κιλά για μία γυναίκα η οποία ξεκινάει την κύηση με κάτω του φυσιολογικού σωματικό βάρος, 9 – 14 κιλά για μία φυσιολογικού βάρους γυναίκα και 8 – 12 κιλά για μία υπέρβαρη προ της κυήσεως.
Διατροφικές συστάσεις κατά την εγκυμοσύνη
Ενεργειακές απαιτήσεις
Οι απαιτήσεις σε ενέργεια κατά την περίοδο της κύησης αυξάνονται λόγω του ενεργειακού κόστους της κυήσεως. Υπολογίζεται ότι μία έγκυος θα πρέπει να προσλαμβάνει τουλάχιστον:
1. Κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης 150 θερμίδες ημερησίως επιπλέον από αυτές που έχει ανάγκη υπό φυσιολογικές συνθήκες (εκτός περιόδου κύησης).
2. Κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο 300 θερμίδες ημερησίως επιπλέον από αυτές που έχει ανάγκη υπό φυσιολογικές συνθήκες (εκτός περιόδου κύησης).
Στο σημείο αυτό θα ήταν σωστό να σημειωθεί ότι απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή υποθερμιδικής δίαιτας με σκοπό την απώλεια βάρους κατά την εγκυμοσύνη. Κι αυτό καθώς κατά την περίοδο αυτή θα πρέπει μία έγκυος να προσλαμβάνει τουλάχιστον 1800 – 1900 θερμίδες ημερησίως. Οι όποιες ενεργειακές προσαρμογές της διατροφής της θα πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή και με κύριο άξονα το προκυήσεως βάρος και την ικανοποίηση των βασικών ενεργειακών και θρεπτικών απαιτήσεων κατά την περίοδο της κύησης. Ακόμα και για υπέρβαρες ή/και παχύσαρκες γυναίκες στόχος κατά την εγκυμοσύνη δεν είναι η απώλεια αλλά ο έλεγχος του προσλαμβανόμενου βάρους.
Απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι αυξημένες απαιτήσεις τόσο του εμβρύου όσο και της μητέρας επιβάλλουν μια σαφή αύξηση της ημερήσιας πρόσληψης σε θρεπτικά συστατικά από την έγκυο. Η αύξηση αυτή αφορά το σύνολο των θρεπτικών συστατικών, λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία, βιταμίνες. Ιδιαίτερη όμως έμφαση θα ήταν σωστό να δοθεί σε ορισμένα θρεπτικά συστατικά που θεωρούνται καθοριστικά για την ομαλή πορεία ανάπτυξης του εμβρύου, αλλά και την εν γένει υγεία τόσο αυτού όσο και της μέλλουσας μητέρας. Συγκεκριμένα:
α) Πρωτεΐνη
Οι απαιτήσεις σε πρωτεΐνη κατά την περίοδο της κύησης δεν έχουν καθοριστεί μέχρι σήμερα με απόλυτη ακρίβεια. Σαφώς η ανάπτυξη του εμβρύου, ιδιαιτέρως κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης, καθώς και η φυσιολογική μεγέθυνση ορισμένων οργάνων της εγκύου όπως η μήτρα, ο πλακούντας, οι μαστοί, επιβάλλουν μια αύξηση της προσλαμβανόμενης πρωτεΐνης, ιδιαίτερα ζωικής προέλευσης. Κατά συνέπεια συνίσταται αύξηση της κατανάλωσης κρέατος (κοτόπουλο, γαλοπούλα, χοιρινό, μοσχάρι, ψάρι κ.α.), αυγών και γαλακτοκομικών προϊόντων κατά την εγκυμοσύνη.
β) Μέταλλα και ιχνοστοιχεία
Ένα από τα σημαντικότερα συστατικά του οργανισμού κατά την περίοδο της κύησης είναι ο σίδηρος. Η αύξηση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων της εγκύου για την βέλτιστη αιμάτωση τόσο της ίδιας όσο και του εμβρύου αυξάνει σημαντικά της απαιτήσεις σε σίδηρο. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η αύξηση της πρόσληψης τροφίμων που αποτελούν πηγές σιδήρου, όπως το κρέας, το συκώτι, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά, και δευτερευόντως τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, όπως το μαρούλι, το σπανάκι, το μπρόκολο και τα όσπρια, κυρίως οι φακές.
Ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάπτυξη του εμβρύου είναι επίσης το ασβέστιο. Ιδιαίτερα κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης, όπου είναι η φάση της μέγιστης οστεοποίησης του εμβρύου, οι απαιτήσεις αυξάνονται σημαντικά. Έτσι για την έγκυο μια ικανοποιητική πρόσληψη ασβεστίου κυμαίνεται στα 1200 – 1500 mg ημερησίως, δηλαδή σε τουλάχιστον 4 – 5 μερίδες γαλακτοκομικών (1 μερίδα = 1 ποτήρι γάλα ή 1 κεσεδάκι γιαούρτι) ημερησίως. Επίσης, εκτός από τα γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, τυρί, γιαούρτι) πηγές ασβεστίου αποτελούν τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα λιπαρά ψάρια (τσιπούρα, σολωμός, τόνος), καθώς και αυτά που τρώγονται με τα κόκκαλα, όπως οι σαρδέλες, τα θαλασσινά, το ψωμί και οι ξηροί καρποί (αμύγδαλα).
Τέλος, ο ψευδάργυρος αποτελεί ένα σημαντικότατο συστατικό, που λειτουργεί ως συμπαράγοντας σε πολλές αντιδράσεις κατά την ανάπτυξη των λειτουργικών συστημάτων του εμβρύου. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό η διατροφή της εγκύου να είναι πλούσια σε κατεξοχήν πηγές ψευδαργύρου, όπως είναι το κρέας, το, συκώτι, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα όσπρια και τα θαλασσινά.
γ) Βιταμίνες
Οι βιταμίνες αποτελούν σημαντικά συστατικά των περισσοτέρων φυσιολογικών μεταβολικών διεργασιών στον ανθρώπινο οργανισμό. Κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, όπου πραγματοποιούνται όπως ήδη αναφέρθηκε σημαντικές αλλαγές στις ευρύτερες μεταβολικές διαδικασίες του οργανισμού τις εγκύου, οι βιταμίνες και ιδιαιτέρως οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, οι οποίες συμμετέχουν ως συνένζυμα σε ποικίλες αντιδράσεις στον οργανισμού της εγκύου, παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση ομαλής ανάπτυξης τόσο για το έμβρυο όσο και για τη μητέρα. Από τις βιταμίνες αυτής της κατηγορίας ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της κύησης διαδραματίζει το φυλλικό οξύ.
Το φυλλικό οξύ αποτελεί συστατικό πολλών και σημαντικών φυσιολογικών διεργασιών του οργανισμού, καθώς δρα ως συνένζυμο σε ποικίλες μεταβολικές αντιδράσεις. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι οι αντιδράσεις σύνθεσης γενετικού υλικού, DNA, οι οποίες αποτελούν τη βάση για το σχηματισμό του συνόλου των κυττάρων και κυτταρικών οργανιδίων. Κατά συνέπεια, κατά την περίοδο της κύησης όπου οι αναβολικές διεργασίες σχηματισμού κυττάρων είναι αυξημένες τόσο για την έγκυο όσο και για το έμβρυο, αυξάνονται κατά πολύ οι απαιτήσεις σε φυλλικό οξύ. Στο σημείο αυτό θα ήταν σωστό να σημειωθεί ότι το φυλλικό οξύ παίζει σημαντικότατο ρόλο στη σύνθεση των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Για το λόγο αυτό έλλειψή του κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με εμφάνιση αναιμίας στη μητέρα, μειωμένη αιμάτωση του εμβρύου και κατά συνέπεια μειωμένη παροχή θρεπτικών συστατικών, η οποία είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές για την υγεία τόσο του εμβρύου όσο και της μητέρας. Είναι λοιπόν απαραίτητο να εξασφαλίζεται επαρκής πρόσληψη φυλλικού οξέως μέσω της διατροφής της εγκύου. Πηγές φυλλικού οξέως αποτελούν τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα φρούτα και ιδιαιτέρως τα πορτοκάλια, το συκώτι, τα όσπρια και οι ξηροί καρποί, τα οποία θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε καθημερινή βάση στο διαιτολόγιο της εγκύου.
Εκτός όμως από τις συστάσεις για πρόσληψη θρεπτικών συστατικών είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της κύησης έχουν αναφερθεί προβλήματα και διαταραχές στην ανάπτυξη του εμβρύου από υπερβολική κατανάλωση ουσιών, όπως το αλκοόλ και η καφεΐνη.
Όσον αφορά το αλκοόλ, μελέτες που έγιναν σε πειραματόζωα δείχνουν ότι η πρόσληψη οινοπνεύματος κατά την εγκυμοσύνη μειώνει την ανάπτυξη των κυττάρων του εγκεφάλου του εμβρύου. Στον άνθρωπο διαπερνά τον πλακούντα και συγκεντρώνεται στο περιβάλλον ανάπτυξης του εμβρύου. Κατά συνέπεια η υπέρμετρη πρόσληψη κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως αυτόματες αποβολές, πρόκληση αναπτυξιακών, κινητικών και νευρολογικών βλαβών στο έμβρυο. Παρά όμως τις σαφείς παρενέργειες που έχει η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ κατά την περίοδο της κύησης, δεν έχει οριστεί με ασφάλεια ένα κατώτατο όριο πρόσληψης. Για το λόγο αυτό η σύσταση που δίνεται είναι κατά το δυνατόν αποφυγή της κατανάλωσης οινοπνεύματος κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης.
Σχετικά με την κατανάλωση καφεΐνης κατά την κύηση τα συμπεράσματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όσο για το αλκοόλ. Οι μελέτες είναι αμφιλεγόμενες και δεν ενοχοποιούν απόλυτα την κατανάλωση καφέ με ενδεχόμενες επιπλοκές κατά την κύηση. Ωστόσο μέχρι να αποσαφηνιστεί πλήρως το θέμα θα πρέπει να συμβουλεύονται οι έγκυες να κάνουν συντηρητική χρήση καφεΐνης, περιορίζοντας την κατανάλωση καφέ.
Συνοψίζοντας όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω είναι απαραίτητο κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης να εξασφαλίζεται επάρκεια ενέργειας και θρεπτικών συστατικών μέσω της διατροφής της μέλλουσας μητέρας. Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο με αυξημένη ενεργειακή αξία σε σχέση με περιόδους εκτός κύησης, και ποικιλία θρεπτικών συστατικών. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην κατανάλωση τουλάχιστον 4 – 5 μερίδων γαλακτοκομικών (γάλα, τυρί, γιαούρτι) ημερησίως, ενώ στο διαιτολόγιο της εγκύου θα πρέπει να επίσης να περιλαμβάνονται σε καθημερινή σχεδόν βάση το κρέας, τα αυγά, τα φρούτα (τουλάχιστον 3 – 4 φρούτα ημερησίως) και ιδιαίτερα τα εσπεριδοειδή (πορτοκάλια, μανταρίνια κ.α.), τα λαχανικά, ιδίως τα πράσινα φυλλώδη (μαρούλι, μπρόκολο, σπανάκι κ.α.). Παράλληλα, αυξημένη θα πρέπει να είναι και η κατανάλωση δημητριακών (όσπρια), και ξηρών καρπών. Όλα αυτά θα πρέπει να εντάσσονται στα πλαίσια μιας εξατομικευμένης διατροφικής φροντίδας, που θα εξασφαλίσει ένα ιδανικό περιβάλλον ανάπτυξης για το έμβρυο.
Με την επιμέλεια του Δ.Σ. του ΕΙΔ