Βασιλική Κούργια
Διατροφολόγος –Διαιτολόγος
Επιστημονικός συνεργάτης του ΕΙΔ
Το ουρικό οξύ είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών στο σώμα και παράγεται κυρίως στο ήπαρ και σε μικρότερο βαθμό στα νεφρά και λεπτό έντερο. Σε περιπτώσεις αυξημένης παραγωγής ή μειωμένης αποβολής του ουρικού οξέος οδηγούμαστε σε υψηλές συγκεντρώσεις του στο αίμα, μια κατάσταση που καλείται υπερουριχαιμία. Η υπερουριχαιμία είναι μια κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει κυρίως ουρική αρθρίτιδα (πρήξιμο και οξύ πόνο σε αρθρώσεις εξαιτίας της εναπόθεσης κρυστάλλων ουρικού νατρίου), ενώ σε νέες μελέτες αποδεικνύεται νέος παράγοντας κινδύνου για το καρδιαγγειακό σύστημα – παρόμοιος με το κάπνισμα.
Η αυξημένη παραγωγή ουρικού οξέος μπορεί να προκληθεί από ιδιοπαθή υπερουριχαιμία, ύπαρξη γενετικών ανωμαλιών σε ένζυμα που συμμετέχουν στο μεταβολισμό του ουρικού οξέος, υπερβολική παραγωγή και καταστροφή κυττάρων (όπως στη λευχαιμία) καθώς και σε άλλα νοσήματα όπως ψωρίαση, αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ και αυξημένη κατανάλωση πουρινών με την τροφή.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί διατροφικά η υπερουριχαιμία ακολουθήστε τα εξής :
- διατηρείστε ή αποκτήστε ένα σωστό σωματικό βάρος
- περιορίστε την κατανάλωση αλκοόλ κυρίως τη μπύρα και τα λικέρ
- καταναλώστε πάνω από 2 λίτρα νερό
- μειώστε την κατανάλωση των λιπαρών ψαριών ( όπως αντσούγιες, ρέγκα, σκουμπριά, σαρδέλες), τα κυνήγια (όπως χήνα, πάπια, πέρδικα) , το αυγοτάραχο, το εκχύλισμα κρέατος, του ζωμούς κρέατος, τα εντόσθια, τα κονσερβοποιημένα και επεξεργασμένα τρόφιμα όπως παστά, καπνιστά, αλλαντικά, τα θαλασσινά (όπως στρείδια, μύδια, γαρίδες, αστακός), τους ξηρούς καρπούς, τα μανιτάρια, τα σπαράγγια και τα αναψυκτικά.