Φοινικέλαιο: Το Αμφιλεγόμενο Λάδι

Ενώ η παγκόσμια παραγωγή και χρήση φοινικέλαιου αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς, διεθνείς οργανισμοί, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, προειδοποιούν ότι η αλόγιστη χρήση του απειλεί καταναλωτές και περιβάλλον. Οι υπερασπιστές του, από την άλλη, έχουν να αντιπαραθέσουν τα δικά τους εύλογα επιχειρήματα. Τι συμβαίνει λοιπόν με αυτό το «ιδιαίτερο» και αμφιλεγόμενο φυτικό έλαιο;

Το φοινικέλαιο είναι ένα βρώσιμο φυτικό λάδι που εξάγεται από τον καρπό του φοινικόδεντρου Elaeis guineensis. Χρησιμοποιείται ως τρόφιμο πάνω από 5000 χρόνια και παράγεται κατά κύριο λόγο στην Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία, καθώς και σε περιοχές της Νότιας Αμερικής με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής και μεγάλη αποδοτικότητα καλλιεργειών (ένα εκτάριο καλλιέργειας αποδίδει 6 φορές περισσότερο λάδι από ότι η ίδια ποσότητα ελαιοκράμβης). Η αυξανόμενη χρήση του στη βιομηχανία τροφίμων οφείλεται στο χαμηλό του κόστος, τις πολλαπλές του χρήσεις και την υψηλή του ανθεκτικότητα απέναντι στις ακραίες θερμοκρασίες και κυρίως στην οξείδωση κατά το τηγάνισμα. Από το 2007 και πλέον, το φοινικέλαιο καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην παραγωγή φυτικών ελαίων παγκοσμίως. Η κατανάλωση του φοινικέλαιου αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο και τα στοιχεία της WWF δείχνουν ότι, από τα 50 εκατομμύρια τόνους το 2011, θα φτάσει τα 77 εκατομμύρια τόνους το 2050.

Το φοινικέλαιο χρησιμοποιείται παγκοσμίως ως μαγειρικό λάδι, με τη μορφή μαργαρίνης καθώς και στη ζαχαροπλαστική. Ένα στα 10 προϊόντα που συναντάμε στα ράφια των σούπερ μάρκετ της Ευρώπης (και μερικές φορές έως 5 στα 10 προϊόντα, ανάλογα με τη χώρα) έχει παρασκευαστεί με φοινικέλαιο: μπισκότα, σοκολάτες, κέικ, πατατάκια, παγωτά, μαργαρίνες, μαγιονέζες, είναι μερικές μόνο από τις τροφές που περιέχουν το επίμαχο λάδι, παράγωγα του οποίου χρησιμοποιούνται επίσης σε καλλυντικά, σαπούνια και απορρυπαντικά. Οι παρασκευαστές τροφίμων επιλέγουν το φοινικέλαιο λόγω της ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, καθώς απαιτεί μικρή έως καθόλου υδρογόνωση και παρατείνει το χρόνο ζωής των προϊόντων. Για να έχουν τέτοια πλεονεκτήματα άλλα φυτικά έλαια, όπως το ηλιέλαιο ή το σπορέλαιο, απαιτείται μεγαλύτερο κόστος και περισσότερη επεξεργασία.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η χαμηλή τιμή και οι ιδιότητές του καθιστούν το φοινικέλαιο ιδιαίτερα ελκυστικό και δημοφιλές στην επεξεργασία τροφίμων, εντούτοις εδώ και δύο δεκαετίες έχει προκληθεί πολύς θόρυβος και διαμάχη γύρω από αυτό το φυτικό έλαιο. Οι μεγαλύτεροι προβληματισμοί εκφράζονται για τις επιπτώσεις του στην υγεία αλλά και στο περιβάλλον. Η σύνθεση του φοινικέλαιου μοιάζει περισσότερο με εκείνη του ζωικού λίπους παρά με τη σύνθεση του φυτικού ελαίου καθώς περιέχει κορεσμένο λίπος σε ποσοστό περίπου 48%. Περιέχει, επίσης, και υψηλό ποσοστό του μονοακόρεστου ελαϊκού οξέος (37%). Ισχυροί επιστημονικοί φορείς της Ευρώπης και των ΗΠΑ, όπως το Κέντρο Επιστήμης για το Δημόσιο Συμφέρον (Center for Science in the Public Interest) τονίζουν ότι, με βάση τις μετα-αναλύσεις, η υπερβολική πρόσληψη παλμιτικού οξέος (το βασικό κορεσμένο λίπος στο φοινικέλαιο) συμβάλλει στις καρδιοπάθειες. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το ινστιτούτο “The National Heart, Lung and Blood Institute”, καθώς και άλλες διεθνείς υγειονομικές αρχές πιέζουν για την ελάττωση της κατανάλωσης φοινικέλαιου, δηλώνοντας ότι υπάρχουν πειστικά στοιχεία περί αυξημένου κινδύνου ανάπτυξης καρδιαγγειακών παθήσεων. Μάλιστα, τo ινστιτούτο “National Institute of Health” του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ συμπέρανε το 2006 ότι το φοινικέλαιο δεν είναι ένα ασφαλές υποκατάστατο για τα τρανς λιπαρά (μερικώς υδρογονωμένα λίπη) που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων καθώς έχει την ίδια επιβλαβή επίδραση στα επίπεδα της LDL χοληστερόλης και της απολιποπρωτεΐνης Β.

Ωστόσο, υπάρχει και ο αντίλογος των οπαδών του προϊόντος, που το θεωρούν μια καλή εναλλακτική λύση σε σχέση με τα επικίνδυνα τρανς – λιπαρά και επικαλούνται μελέτες σύμφωνα με τις οποίες το φοινικέλαιο, αν και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά, δεν αυξάνει τα επίπεδα της κακής χοληστερόλης (LDL) στο αίμα, χωρίς ωστόσο να εξετάζουν τις συνολικές επιπτώσεις στην καρδιαγγειακή λειτουργία. Επίσης, ναι μεν το φοινικέλαιο είναι πλούσιο σε κορεσμένο λίπος, αλλά περιέχει και σε ποσοστό 40% το μονοακόρεστο ελαϊκό οξύ και είναι ευρέως γνωστό ότι οι Μεσογειακοί πληθυσμοί που καταναλώνουν υψηλές ποσότητες ελαιολάδου (υψηλή περιεκτικότητα σε ελαϊκό οξύ) έχουν χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας από καρδιοπάθειες. Επιπρόσθετα, το φοινικέλαιο είναι πλούσιο σε ισχυρά αντιοξειδωτικά καροτενοειδή (εξού και το χαρακτηριστικό σκούρο κόκκινο χρώμα του), όπως το α- και β-καροτένιο, το λυκοπένιο και τουλάχιστον 10 ακόμα καροτένια, ενώ παράλληλα το αντιοξειδωτικό του «δυναμικό» περιλαμβάνει τοκοφερόλες, τοκοτριενόλες (είδη Βιταμίνης Ε) και συνένζυμο Q10.

Ωστόσο, αν και αναγνωρίζονται τα οφέλη που μπορεί το φοινικέλαιο να έχει για την υγεία, εντούτοις είναι δεδομένο ότι στον καταναλωτή δύσκολα φτάνει φοινικέλαιο που δεν έχει υποστεί έντονη επεξεργασία. Αποτέλεσμα της επεξεργασίας είναι η απώλεια πολλών από τα θρεπτικά συστατικά που ενυπάρχουν φυσιολογικά στο έλαιο ενώ επιβαρύνεται και η διαδικασία της πέψης του. Άλλωστε, το φοινικέλαιο δεν πρέπει να επαναχρησιμοποιείται μετά από ένα τηγάνισμα, καθώς έχει βρεθεί ότι υπάρχει απώλεια των καροτενοειδών του σε ποσοστό άνω του 70%.

Πέρα, όμως, από την αντιπαράθεση για την κατανάλωση του φοινικέλαιου, η ίδια η καλλιέργεια του φοινικόδεντρου τείνει να εξελιχθεί σε οικολογικό εφιάλτη. Η παραγωγή του φοινικέλαιου καταγράφεται ως αιτία σημαντικής και συχνά μη αναστρέψιμης καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος. Η αυξημένη ζήτηση έχει οδηγήσει στην αποψίλωση τροπικών δασών, ώστε να δημιουργηθούν οι εκτάσεις για μονοκαλλιέργειες φοίνικα. Αποτέλεσμα είναι η καταστροφή οικοσυστημάτων με τρομακτικούς ρυθμούς και είδη όπως ο ουραγκουτάγκος και η τίγρη της Σουμάτρας απειλούνται με εξαφάνιση. Παράλληλα, τεράστιες εκτάσεις γης αποξηραίνονται ή καίγονται προκειμένου να επεκταθούν οι φυτείες φοίνικα. Έτσι, μεγάλες ποσότητες άνθρακα απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα και συμβάλλουν στην επιδείνωση του φαινόμενου του θερμοκηπίου. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την οικολογική επιβάρυνση από τις καλλιέργειες φοίνικα.

Από τα παραπάνω στοιχεία καθίστανται σαφείς οι λόγοι που οι απόψεις για το φοινικέλαιο διίστανται. Πάντως, αν και πρόκειται για ένα έλαιο που έχει τα υπέρ του επιχειρήματα, οι επιβλαβείς του δράσεις και ο σχετικός οικολογικός προβληματισμός, καθώς και η επιμονή των επίσημων φορέων για προσοχή στην κατανάλωσή του θα πρέπει να αποτελέσουν και το πιο βασικό κριτήριο για τον καταναλωτή.

 

Dr. Λάμπρος Β. Μελίστας
Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, PhD, MSc
Διδάκτωρ Χαροκόπειου Πανεπιστημίου